- μεθορίζω
- μεθορίζω (ΑM)συνορεύωαρχ.εξορίζω, διώχνω, αποβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ὁρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθορισμός — μεθορισμός, ὁ (Α) [μεθορίζω] η μετάβαση έξω από τα όρια μοναστηριού … Dictionary of Greek